- πανάγυρις
- πανά̱γυρις , πανήγυριςgeneralfem nom sg (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πανάγυρις — πανάγυρις, ἡ (Α) (δωρ. τ.) βλ. πανήγυρις … Dictionary of Greek
Παναγύριος — Παναγύριος, ὁ (Α) [πανάγυρις] ονομασία ενός μήνα στην Άμφισσα … Dictionary of Greek
πανήγυρη — η / πανήγυρις, δωρ. τ. πανάγυρις, ΝΜΑ 1. συνάθροιση πλήθους ανθρώπων προκειμένου να τελέσουν μεγάλη θρησκευτική τελετή, πανηγύρι 2. προσωρινή, και ολιγοήμερη συνήθως σύσταση μεγάλης εμπορικής αγοράς σε έναν τόπο, συνήθως με την ευκαιρία τού… … Dictionary of Greek